Μπράουν, Τόμας

Μπράουν, Τόμας
(Thomas Brown, 1605 – 1682). Άγγλος δοκιμιογράφος και γιατρός. Γεννήθηκε στο Λονδίνο και φοίτησε σε σχολή της Οξφόρδης. Μετά το 1629 σπούδασε ιατρική στο Moνπελιέ, στην Πάντοβα και στο Λέιντεν. Το 1637 εγκαταστάθηκε στο Νόρμπιτς της Αγγλίας όπου έζησε έως τον θάνατό του, ασκώντας το επάγγελμά του και γράφοντας. Θεωρείται ο καλύτερος πεζογράφος της αγγλικής Αναγέννησης. Παράλληλα προς τη γνώση της γλώσσας και την αρμονία του ύφους του, είχε αποκτήσει εμπειρίες που του επέτρεψαν να εξετάζει τα φυσικά φαινόμενα με γνώμονα τη λογική. Σε θρησκευτικά, ωστόσο, θέματα υπήρξε πολύ συντηρητικός. Μεταξύ των έργων του τα αξιολογότερα τιτλοφορούνται Θρησκευτική Ιατρική (1643), Επιδημική ψευδοδοξία (1646 - επίθεση εναντίον των λαϊκών προλήψεων), Λύκηθος (1658) και Ο κήπος του Κύρου (1658). Ο Άγγλος δοκιμιογράφος και γιατρός Τόμας Μπράουν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… …   Dictionary of Greek

  • Λέρερ, Κιθ — (Keith Lehrer, 1936 –). Αμερικανός φιλόσοφος και ζωγράφος. Αποφοίτησε το 1957 από το πανεπιστήμιο της Μινεσότα και έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το πανεπιστήμιο Μπράουν το 1960. Το 1974 εντάχθηκε στο διδακτικό προσωπικό του πανεπιστημίου… …   Dictionary of Greek

  • παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”